Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
χηραμός
χηραμύς
χηρεία
χήρειος
χήρευσις
χηρεύω
χήρη
χηρικός
χῆρος
χηροσύνη
χηρόω
χήρωσις
χηρωσταί
χηρωστής
χητεία
χήτειος
χῆτος
χητοσύνη
χθαμαλοπτήτης
View word page
χῆρος
bereaved
ShortDef
bereaved
Debugging
Headword:
χῆρος
Headword (normalized):
χῆρος
Headword (normalized/stripped):
χηρος
IDX:
96511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96512
Key:
Data
{'content': 'bereaved'}