Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
χηραμός
χηραμύς
χηρεία
χήρειος
χήρευσις
χηρεύω
χήρη
χηρικός
χῆρος
χηροσύνη
χηρόω
χήρωσις
χηρωσταί
χηρωστής
χητεία
χήτειος
χῆτος
View word page
χήρη
bereaved, widowed
ShortDef
bereaved, widowed
Debugging
Headword:
χήρη
Headword (normalized):
χήρη
Headword (normalized/stripped):
χηρη
IDX:
96509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96510
Key:
Data
{'content': 'bereaved, widowed'}