Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
χηραμός
χηραμύς
χηρεία
χήρειος
χήρευσις
χηρεύω
χήρη
χηρικός
χῆρος
χηροσύνη
χηρόω
χήρωσις
χηρωσταί
χηρωστής
View word page
χήρειος
widowed

ShortDef

widowed

Debugging

Headword:
χήρειος
Headword (normalized):
χήρειος
Headword (normalized/stripped):
χηρειος
IDX:
96506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96507
Key:

Data

{'content': 'widowed'}