Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
χηραμός
χηραμύς
χηρεία
χήρειος
χήρευσις
χηρεύω
χήρη
χηρικός
χῆρος
χηροσύνη
χηρόω
χήρωσις
View word page
χηραμύς
scallop-shell

ShortDef

scallop-shell

Debugging

Headword:
χηραμύς
Headword (normalized):
χηραμύς
Headword (normalized/stripped):
χηραμυς
IDX:
96504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96505
Key:

Data

{'content': 'scallop-shell'}