Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
χηραμός
χηραμύς
χηρεία
χήρειος
χήρευσις
χηρεύω
χήρη
χηρικός
χῆρος
χηροσύνη
χηρόω
View word page
χηραμός
a hole, cleft, hollow

ShortDef

a hole, cleft, hollow

Debugging

Headword:
χηραμός
Headword (normalized):
χηραμός
Headword (normalized/stripped):
χηραμος
IDX:
96503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96504
Key:

Data

{'content': 'a hole, cleft, hollow'}