Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
χηραμός
χηραμύς
χηρεία
χήρειος
χήρευσις
χηρεύω
χήρη
χηρικός
View word page
χηράμβη
scallop
ShortDef
scallop
Debugging
Headword:
χηράμβη
Headword (normalized):
χηράμβη
Headword (normalized/stripped):
χηραμβη
IDX:
96500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96501
Key:
Data
{'content': 'scallop'}