Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
χηραμός
χηραμύς
χηρεία
χήρειος
χήρευσις
χηρεύω
View word page
χηραίνω
to be parted from one's husband
ShortDef
to be parted from one's husband
Debugging
Headword:
χηραίνω
Headword (normalized):
χηραίνω
Headword (normalized/stripped):
χηραινω
IDX:
96498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96499
Key:
Data
{'content': "to be parted from one's husband"}