Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
χηραμός
χηραμύς
χηρεία
View word page
χηνώδης
like a goose
ShortDef
like a goose
Debugging
Headword:
χηνώδης
Headword (normalized):
χηνώδης
Headword (normalized/stripped):
χηνωδης
IDX:
96495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96496
Key:
Data
{'content': 'like a goose'}