Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
χηραμός
χηραμύς
View word page
χηνυστράομαι
yawn
ShortDef
yawn
Debugging
Headword:
χηνυστράομαι
Headword (normalized):
χηνυστράομαι
Headword (normalized/stripped):
χηνυστραομαι
IDX:
96494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96495
Key:
Data
{'content': 'yawn'}