Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
χηραμός
View word page
χηνομεγέθης
as large as a goose

ShortDef

as large as a goose

Debugging

Headword:
χηνομεγέθης
Headword (normalized):
χηνομεγέθης
Headword (normalized/stripped):
χηνομεγεθης
IDX:
96493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96494
Key:

Data

{'content': 'as large as a goose'}