Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
χηραμόθεν
View word page
χηνοβωτία
rearing geese

ShortDef

rearing geese

Debugging

Headword:
χηνοβωτία
Headword (normalized):
χηνοβωτία
Headword (normalized/stripped):
χηνοβωτια
IDX:
96492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96493
Key:

Data

{'content': 'rearing geese'}