Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμοδύτης
View word page
χηνοβοσκός
gooseherd
ShortDef
gooseherd
Debugging
Headword:
χηνοβοσκός
Headword (normalized):
χηνοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
χηνοβοσκος
IDX:
96491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96492
Key:
Data
{'content': 'gooseherd'}