Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
View word page
χηνοβόσκιον
place for feeding geese, goose-pen
ShortDef
place for feeding geese, goose-pen
Debugging
Headword:
χηνοβόσκιον
Headword (normalized):
χηνοβόσκιον
Headword (normalized/stripped):
χηνοβοσκιον
IDX:
96490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96491
Key:
Data
{'content': 'place for feeding geese, goose-pen'}