Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
View word page
χηνοβοσκικός
of a gooseherd

ShortDef

of a gooseherd

Debugging

Headword:
χηνοβοσκικός
Headword (normalized):
χηνοβοσκικός
Headword (normalized/stripped):
χηνοβοσκικος
IDX:
96489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96490
Key:

Data

{'content': 'of a gooseherd'}