Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
View word page
χηνοβοσία
keeping or feeding of geese
ShortDef
keeping or feeding of geese
Debugging
Headword:
χηνοβοσία
Headword (normalized):
χηνοβοσία
Headword (normalized/stripped):
χηνοβοσια
IDX:
96488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96489
Key:
Data
{'content': 'keeping or feeding of geese'}