Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
χήρ
View word page
χηνίον
gosling

ShortDef

gosling

Debugging

Headword:
χηνίον
Headword (normalized):
χηνίον
Headword (normalized/stripped):
χηνιον
IDX:
96486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96487
Key:

Data

{'content': 'gosling'}