Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
χηνυστράομαι
χηνώδης
View word page
χηνιδεύς
gosling
ShortDef
gosling
Debugging
Headword:
χηνιδεύς
Headword (normalized):
χηνιδεύς
Headword (normalized/stripped):
χηνιδευς
IDX:
96485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96486
Key:
Data
{'content': 'gosling'}