Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
χηνομεγέθης
View word page
χήνημα
wide gape, mocking laugh

ShortDef

wide gape, mocking laugh

Debugging

Headword:
χήνημα
Headword (normalized):
χήνημα
Headword (normalized/stripped):
χηνημα
IDX:
96483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96484
Key:

Data

{'content': 'wide gape, mocking laugh'}