Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
χηνοβωτία
View word page
χηνέρως
goose
ShortDef
goose
Debugging
Headword:
χηνέρως
Headword (normalized):
χηνέρως
Headword (normalized/stripped):
χηνερως
IDX:
96482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96483
Key:
Data
{'content': 'goose'}