Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
χηνοβοσκός
View word page
χήνειος
of or belonging to a goose
ShortDef
of or belonging to a goose
Debugging
Headword:
χήνειος
Headword (normalized):
χήνειος
Headword (normalized/stripped):
χηνειος
IDX:
96481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96482
Key:
Data
{'content': 'of or belonging to a goose'}