Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
χηνοβόσκιον
View word page
χηναλώπηξ
the fox-goose, vulpanser

ShortDef

the fox-goose, vulpanser

Debugging

Headword:
χηναλώπηξ
Headword (normalized):
χηναλώπηξ
Headword (normalized/stripped):
χηναλωπηξ
IDX:
96480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96481
Key:

Data

{'content': 'the fox-goose, vulpanser'}