Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
χηνίσκος
χηνοβοσία
χηνοβοσκικός
View word page
χηναλωπεκιδεύς
young of the fox-goose, vulpanser
ShortDef
young of the fox-goose, vulpanser
Debugging
Headword:
χηναλωπεκιδεύς
Headword (normalized):
χηναλωπεκιδεύς
Headword (normalized/stripped):
χηναλωπεκιδευς
IDX:
96479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96480
Key:
Data
{'content': 'young of the fox-goose, vulpanser'}