Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
χηνιδεύς
χηνίον
View word page
χηνάγριον
young wild goose
ShortDef
young wild goose
Debugging
Headword:
χηνάγριον
Headword (normalized):
χηνάγριον
Headword (normalized/stripped):
χηναγριον
IDX:
96476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96477
Key:
Data
{'content': 'young wild goose'}