Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
χήνημα
χηνιάζω
View word page
χήμωσις
an affection of the eyes

ShortDef

an affection of the eyes

Debugging

Headword:
χήμωσις
Headword (normalized):
χήμωσις
Headword (normalized/stripped):
χημωσις
IDX:
96474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96475
Key:

Data

{'content': 'an affection of the eyes'}