Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνέρως
View word page
χήμη
yawning, gaping
ShortDef
yawning, gaping
Debugging
Headword:
χήμη
Headword (normalized):
χήμη
Headword (normalized/stripped):
χημη
IDX:
96472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96473
Key:
Data
{'content': 'yawning, gaping'}