Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
View word page
χήλωμα
notch
ShortDef
notch
Debugging
Headword:
χήλωμα
Headword (normalized):
χήλωμα
Headword (normalized/stripped):
χηλωμα
IDX:
96470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96471
Key:
Data
{'content': 'notch'}