Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χέσμα
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
View word page
χηλόω
notch arrows

ShortDef

notch arrows

Debugging

Headword:
χηλόω
Headword (normalized):
χηλόω
Headword (normalized/stripped):
χηλοω
IDX:
96469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96470
Key:

Data

{'content': 'notch arrows'}