Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χεσιφωνέω
χέσμα
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
Χηναί
χηναλωπέκειος
View word page
χηλός
a large chest

ShortDef

a large chest

Debugging

Headword:
χηλός
Headword (normalized):
χηλός
Headword (normalized/stripped):
χηλος
IDX:
96468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96469
Key:

Data

{'content': 'a large chest'}