Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χέρσυδρος
χερσώδης
χεσείω
χεσιφωνέω
χέσμα
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
χήν
View word page
χηλευτός
netted, plaited
ShortDef
netted, plaited
Debugging
Headword:
χηλευτός
Headword (normalized):
χηλευτός
Headword (normalized/stripped):
χηλευτος
IDX:
96465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96466
Key:
Data
{'content': 'netted, plaited'}