Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χερσόω
χέρσυδρος
χερσώδης
χεσείω
χεσιφωνέω
χέσμα
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
χήμωσις
View word page
χήλευμα
awl

ShortDef

awl

Debugging

Headword:
χήλευμα
Headword (normalized):
χήλευμα
Headword (normalized/stripped):
χηλευμα
IDX:
96464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96465
Key:

Data

{'content': 'awl'}