Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χέρσος
χερσόω
χέρσυδρος
χερσώδης
χεσείω
χεσιφωνέω
χέσμα
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
Χημία
View word page
χηλαργός
with fleet hoofs
ShortDef
with fleet hoofs
Debugging
Headword:
χηλαργός
Headword (normalized):
χηλαργός
Headword (normalized/stripped):
χηλαργος
IDX:
96463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96464
Key:
Data
{'content': 'with fleet hoofs'}