Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χερσονομή
χέρσος
χερσόω
χέρσυδρος
χερσώδης
χεσείω
χεσιφωνέω
χέσμα
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χήμη
View word page
χέω
to pour

ShortDef

to pour

Debugging

Headword:
χέω
Headword (normalized):
χέω
Headword (normalized/stripped):
χεω
IDX:
96462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96463
Key:

Data

{'content': 'to pour'}