Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Χερσόνησος
χερσονομή
χέρσος
χερσόω
χέρσυδρος
χερσώδης
χεσείω
χεσιφωνέω
χέσμα
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
View word page
χεύω
[pour > χέω]
ShortDef
[pour > χέω]
Debugging
Headword:
χεύω
Headword (normalized):
χεύω
Headword (normalized/stripped):
χευω
IDX:
96461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96462
Key:
Data
{'content': '[pour > χέω]'}