Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χερσόνησος
Χερσόνησος
χερσονομή
χέρσος
χερσόω
χέρσυδρος
χερσώδης
χεσείω
χεσιφωνέω
χέσμα
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
χήλωμα
View word page
χεῦμα
that which is poured, a stream

ShortDef

that which is poured, a stream

Debugging

Headword:
χεῦμα
Headword (normalized):
χεῦμα
Headword (normalized/stripped):
χευμα
IDX:
96460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96461
Key:

Data

{'content': 'that which is poured, a stream'}