Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χερσονησοειδής
χερσόνησος
Χερσόνησος
χερσονομή
χέρσος
χερσόω
χέρσυδρος
χερσώδης
χεσείω
χεσιφωνέω
χέσμα
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηλόω
View word page
χέσμα
excrement

ShortDef

excrement

Debugging

Headword:
χέσμα
Headword (normalized):
χέσμα
Headword (normalized/stripped):
χεσμα
IDX:
96459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96460
Key:

Data

{'content': 'excrement'}