Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χέρσονδε
χερσονησίζω
χερσονήσιος
Χερσονησίτης
χερσονησοειδής
χερσόνησος
Χερσόνησος
χερσονομή
χέρσος
χερσόω
χέρσυδρος
χερσώδης
χεσείω
χεσιφωνέω
χέσμα
χεῦμα
χεύω
χέω
χηλαργός
χήλευμα
χηλευτός
View word page
χέρσυδρος
an amphibious serpent

ShortDef

an amphibious serpent

Debugging

Headword:
χέρσυδρος
Headword (normalized):
χέρσυδρος
Headword (normalized/stripped):
χερσυδρος
IDX:
96455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96456
Key:

Data

{'content': 'an amphibious serpent'}