Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χερνιβεῖον
χερνίβιον
χέρνιβον
χερνιβόξεστον
χέρνιμμα
χερνίπτομαι
χερνίτης
χέρνιψ
χεροκένως
χερομυσής
χερόπληκτος
χερούβ
χερσάβροχος
χερσαῖος
χερσάλμη
χέρσαμμος
χερσάμπελος
χερσάνιππος
χερσάρακος
χερσάσπορος
χερσεία
View word page
χερόπληκτος
stricken by the hand

ShortDef

stricken by the hand

Debugging

Headword:
χερόπληκτος
Headword (normalized):
χερόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
χεροπληκτος
IDX:
96424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96425
Key:

Data

{'content': 'stricken by the hand'}