Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χερμάτης
χέρνα
χερνής
χερνητικός
χερνῆτις
χερνιβεῖον
χερνίβιον
χέρνιβον
χερνιβόξεστον
χέρνιμμα
χερνίπτομαι
χερνίτης
χέρνιψ
χεροκένως
χερομυσής
χερόπληκτος
χερούβ
χερσάβροχος
χερσαῖος
χερσάλμη
χέρσαμμος
View word page
χερνίπτομαι
to wash one's hands

ShortDef

to wash one's hands

Debugging

Headword:
χερνίπτομαι
Headword (normalized):
χερνίπτομαι
Headword (normalized/stripped):
χερνιπτομαι
IDX:
96419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96420
Key:

Data

{'content': "to wash one's hands"}