Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Χέμμις
χέννιον
χενόσιρις
χέραδος
χερείων
χέρης
χεριάρας
χεριάρης
χέριον
χεριφυρής
χερμάδιον
χερμάζω
χερμάς
χερμαστήρ
χερμάτης
χέρνα
χερνής
χερνητικός
χερνῆτις
χερνιβεῖον
χερνίβιον
View word page
χερμάδιον
a large stone, a boulder

ShortDef

a large stone, a boulder

Debugging

Headword:
χερμάδιον
Headword (normalized):
χερμάδιον
Headword (normalized/stripped):
χερμαδιον
IDX:
96405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96406
Key:

Data

{'content': 'a large stone, a boulder'}