Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χελωνός
χελωνοφάγος
χελώτρα
Χέμμις
χέννιον
χενόσιρις
χέραδος
χερείων
χέρης
χεριάρας
χεριάρης
χέριον
χεριφυρής
χερμάδιον
χερμάζω
χερμάς
χερμαστήρ
χερμάτης
χέρνα
χερνής
χερνητικός
View word page
χεριάρης
skilled in fitting with the hand, dexterous

ShortDef

skilled in fitting with the hand, dexterous

Debugging

Headword:
χεριάρης
Headword (normalized):
χεριάρης
Headword (normalized/stripped):
χεριαρης
IDX:
96402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96403
Key:

Data

{'content': 'skilled in fitting with the hand, dexterous'}