Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χελωνοειδής
χελωνός
χελωνοφάγος
χελώτρα
Χέμμις
χέννιον
χενόσιρις
χέραδος
χερείων
χέρης
χεριάρας
χεριάρης
χέριον
χεριφυρής
χερμάδιον
χερμάζω
χερμάς
χερμαστήρ
χερμάτης
χέρνα
χερνής
View word page
χεριάρας
dextrous

ShortDef

dextrous

Debugging

Headword:
χεριάρας
Headword (normalized):
χεριάρας
Headword (normalized/stripped):
χεριαρας
IDX:
96401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96402
Key:

Data

{'content': 'dextrous'}