Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χελωνία
χελωνιάς
χελώνινος
χελώνιον
χελωνίς
χελωνοειδής
χελωνός
χελωνοφάγος
χελώτρα
Χέμμις
χέννιον
χενόσιρις
χέραδος
χερείων
χέρης
χεριάρας
χεριάρης
χέριον
χεριφυρής
χερμάδιον
χερμάζω
View word page
χέννιον
quail

ShortDef

quail

Debugging

Headword:
χέννιον
Headword (normalized):
χέννιον
Headword (normalized/stripped):
χεννιον
IDX:
96396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96397
Key:

Data

{'content': 'quail'}