Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χελληστυαρχέω
χελλών
χέλυδρος
χελύκλονος
χελύνη
χελύνιον
χελυνοίδης
χελυοσσόος
χέλυς
χέλυσμα
χελύσσομαι
χελωνάριον
χελώνη
χελωνία
χελωνιάς
χελώνινος
χελώνιον
χελωνίς
χελωνοειδής
χελωνός
χελωνοφάγος
View word page
χελύσσομαι
expectorate

ShortDef

expectorate

Debugging

Headword:
χελύσσομαι
Headword (normalized):
χελύσσομαι
Headword (normalized/stripped):
χελυσσομαι
IDX:
96383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96384
Key:

Data

{'content': 'expectorate'}