Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χέλισκον
χελληστυάρχας
χελληστυαρχέω
χελλών
χέλυδρος
χελύκλονος
χελύνη
χελύνιον
χελυνοίδης
χελυοσσόος
χέλυς
χέλυσμα
χελύσσομαι
χελωνάριον
χελώνη
χελωνία
χελωνιάς
χελώνινος
χελώνιον
χελωνίς
χελωνοειδής
View word page
χέλυς
a tortoise

ShortDef

a tortoise

Debugging

Headword:
χέλυς
Headword (normalized):
χέλυς
Headword (normalized/stripped):
χελυς
IDX:
96381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96382
Key:

Data

{'content': 'a tortoise'}