Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χελιδών
χελίσκιον
χέλισκον
χελληστυάρχας
χελληστυαρχέω
χελλών
χέλυδρος
χελύκλονος
χελύνη
χελύνιον
χελυνοίδης
χελυοσσόος
χέλυς
χέλυσμα
χελύσσομαι
χελωνάριον
χελώνη
χελωνία
χελωνιάς
χελώνινος
χελώνιον
View word page
χελυνοίδης
with swollen lips

ShortDef

with swollen lips

Debugging

Headword:
χελυνοίδης
Headword (normalized):
χελυνοίδης
Headword (normalized/stripped):
χελυνοιδης
IDX:
96379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96380
Key:

Data

{'content': 'with swollen lips'}