Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χελιδονίζω
χελιδόνιον
χελιδόνιος
χελιδόνισμα
χελιδονισμός
χελιδονισταί
χελιδών
χελίσκιον
χέλισκον
χελληστυάρχας
χελληστυαρχέω
χελλών
χέλυδρος
χελύκλονος
χελύνη
χελύνιον
χελυνοίδης
χελυοσσόος
χέλυς
χέλυσμα
χελύσσομαι
View word page
χελληστυαρχέω
preside over a χελληστύς

ShortDef

preside over a χελληστύς

Debugging

Headword:
χελληστυαρχέω
Headword (normalized):
χελληστυαρχέω
Headword (normalized/stripped):
χελληστυαρχεω
IDX:
96373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96374
Key:

Data

{'content': 'preside over a χελληστύς'}