Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειρόχρηστοι
χειρόχωλος
χειρόω
χείρωμα
Χείρων
χείρων
χειρωνακτέω
χειρωνακτικός
χειρῶναξ
χειρωναξία
χειρωνάξιον
Χειρώνειος
χειρωνίς
Χειρωνίς
χείρωσις
χειρωτικός
χειρωτός
χείω
χέλειον
χελιδόνεως
χελιδονία
View word page
χειρωνάξιον
a tax paid by handicraftsmen
ShortDef
a tax paid by handicraftsmen
Debugging
Headword:
χειρωνάξιον
Headword (normalized):
χειρωνάξιον
Headword (normalized/stripped):
χειρωναξιον
IDX:
96349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96350
Key:
Data
{'content': 'a tax paid by handicraftsmen'}