Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνωφερής
ἀνώφλιον
ἀνώφοιτος
ἀνωφορέω
ἀνώχυρος
Ἄξεινος
ἀξενάγητος
ἀξεναγώγητος
ἀξενία
ἄξενος
ἄξεστος
ἀξία
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
ἀξιακρόατος
ἀξιαπόλαυστος
ἀξιαφήγητος
ἀξιάω
ἀξιελέητος
ἀξιέπαινος
ἀξιεπιθύμητος
View word page
ἄξεστος
unhewn, unwrought
ShortDef
unhewn, unwrought
Debugging
Headword:
ἄξεστος
Headword (normalized):
ἄξεστος
Headword (normalized/stripped):
αξεστος
IDX:
9634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9635
Key:
Data
{'content': 'unhewn, unwrought'}