Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρουργικός
χειρουργός
χειρόχρηστοι
χειρόχωλος
χειρόω
χείρωμα
Χείρων
χείρων
χειρωνακτέω
χειρωνακτικός
χειρῶναξ
χειρωναξία
χειρωνάξιον
Χειρώνειος
χειρωνίς
Χειρωνίς
χείρωσις
χειρωτικός
χειρωτός
χείω
χέλειον
View word page
χειρῶναξ
one who is master of his hands

ShortDef

one who is master of his hands

Debugging

Headword:
χειρῶναξ
Headword (normalized):
χειρῶναξ
Headword (normalized/stripped):
χειρωναξ
IDX:
96347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96348
Key:

Data

{'content': 'one who is master of his hands'}