Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόχρηστοι
χειρόχωλος
χειρόω
χείρωμα
Χείρων
χείρων
χειρωνακτέω
χειρωνακτικός
χειρῶναξ
χειρωναξία
χειρωνάξιον
Χειρώνειος
χειρωνίς
Χειρωνίς
χείρωσις
χειρωτικός
χειρωτός
χείω
View word page
χειρωνακτικός
of or for handicrafts, mechanical

ShortDef

of or for handicrafts, mechanical

Debugging

Headword:
χειρωνακτικός
Headword (normalized):
χειρωνακτικός
Headword (normalized/stripped):
χειρωνακτικος
IDX:
96346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96347
Key:

Data

{'content': 'of or for handicrafts, mechanical'}